ἐξαδέλφων

ἐξαδέλφων
ἐξάδελφος
cousin-german
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξάδελφος — και ξάδερφος, ο (θηλ. εξαδέλφη και ξαδέρφη και ξαδέρφισσα) (AM ἐξάδελφος, ο θηλ. ἐξαδέλφη, Α και ἐξάδελφος, η, Μ και ἐξαδέλφισσα) το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής τού πατέρα ή τής μητέρας νεοελλ. α) «πρώτοι εξάδελφοι» παιδιά αδελφών β)… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοξαδέλφια — και αδερφοξάδελφα και αδερφοξαδέρφια και αδερφοξάδερφα 1. το σύνολο αδελφών και εξαδέλφων 2. στενοί συγγενείς, συγγενολόι 3. (στον εν.) ειρωνικά για σχέσεις ανθρώπων ερωτικές, ύποπτες ή διαβλητές …   Dictionary of Greek

  • ανεψιότης — ἀνεψιότης, η (Α) η συγγένεια των εξαδέλφων, κυρίως των πρώτων …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… …   Dictionary of Greek

  • εξαδελφοσύνη — και ξαδελφοσύνη, η [εξάδελφος] η συγγένεια μεταξύ εξαδέλφων …   Dictionary of Greek

  • εξανέψιοι — ἐξανέψιοι και ἐξανεψιοί, θηλ. ἐξανέψιαι και ἐξανεψιαί (Α) [ανεψιοί] εξανεψιός, ο και θηλ. εξανεψιά, η (Μ) τα παιδιά τών ανιψιών, δηλαδή τών πρώτων εξαδέλφων, οι δεύτεροι εξάδελφοι …   Dictionary of Greek

  • τριτεξάδελφος — ο, θηλ. τριτεξαδέλφη, η, Ν τρίτος εξάδελφος, βαθμός συγγένειας ανάμεσα στα παιδιά τών δεύτερων εξαδέλφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + εξάδελφος] …   Dictionary of Greek

  • Αραβία — Μυθολογικό πρόσωπο, σύζυγος του Αιγύπτου, μητέρα 50 εξαδέλφων και συζύγων των Δαναΐδων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”